Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
15 / 10 / 2020

(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)

 

Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχεις ακούσει το ρητό Ό,τι πληρώνεις παίρνεις – που σημαίνει, συνήθως, πως αν πληρώσεις κάτι ακριβά θα είναι καλό· αν δεν το πληρώσεις ακριβά δεν θα είναι καλό.

Αυτό ισχύει όντως σε κάποιες περιπτώσεις· αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις, πάλι, δεν ισχύει. Μπορεί να αγοράσεις κάτι πιο φτηνά και να είναι καλύτερο, ενώ να δώσεις περισσότερα λεφτά για κάτι που αποδεικνύεται χάλια – με αποτέλεσμα να κλαις τα λεφτά σου.

Το Ό,τι πληρώνεις παίρνεις σίγουρα δεν είναι κάτι που ισχύει σε οτιδήποτε καλλιτεχνικό, και συνήθως δεν ισχύει για οτιδήποτε μπορεί να βρεις στο διαδίκτυο.

Αλλά φαίνεται, δυστυχώς, να έχουμε μια καχυποψία για όλα τα πράγματα που είναι δωρεάν, ενώ το ακριβώς αντίθετο θα έπρεπε να ισχύει.

Βλέπεις τον κόσμο να είναι πρόθυμος να πληρώσει για κάτι που είναι κακό αντί να πάει να βρει κάτι που είναι δωρεάν και καλό. Είναι αληθινά αξιοπερίεργο. Είναι σαν αυτοί οι άνθρωποι να θέλουν από μόνοι τους να βασανίζουν τον εαυτό τους.

Μέχρι ενός σημείου μπορείς να πεις ότι φταίει η διαφήμιση/προπαγάνδα. Αυτός που είναι πρόθυμος να πετάξει πολλά λεφτά στη διαφήμιση, κάνει το προϊόν του συνέχεια να παρουσιάζεται μπροστά στον κόσμο μέχρι που να “μπει μες στο κεφάλι τους” και να πάνε να το αγοράσουν, είτε είναι καλό είτε είναι κακό.

Αλλά, από την άλλη, με όσα λέγονται πλέον για τα ολέθρια της διαφήμισης (άμεσης ή έμμεσης), όλοι ξέρουν ότι δεν πρέπει να την εμπιστεύονται. Επομένως, γιατί εξακολουθούν να θέλουν να βασανίζουν τον εαυτό τους;

Είναι σαν κάτι να μην πηγαίνει καθόλου καλά εδώ.

Εκ πείρας έχω διαπιστώσει αρκετές φορές ότι, ειδικά στο διαδίκτυο, πράγματα για τα οποία πληρώνεις μπορεί να είναι πολύ χειρότερα από πράγματα για τα οποία δεν πληρώσεις.

Χωρίς να θέλω να αναφέρω ονόματα (για να μη νομίσει κανείς ότι προσπαθώ να δυσφημίσω τίποτα), έχει τύχει να αγοράσω ηλεκτρονικά βιβλία που ήταν χάλια. Και δεν εννοώ ότι εμένα προσωπικά δεν μου άρεσαν για αισθητικούς λόγους. Εννοώ ότι οι παράγραφοι ήταν άνω-κάτω, και ήταν γεμάτα τυπογραφικά λάθη. Το ένα, παρά τα προβλήματά του, διαβαζόταν. Το άλλο, επειδή είχε και μια κάποια ειδική μορφοποίηση σε ένα κομμάτι του, δεν διαβαζόταν. Και ήταν και τα δύο βιβλία από μεγάλους εκδότες.

(Επίσης, έχω αγοράσει και χάρτινα βιβλία που ήταν χάλια – τραγικά χάλια – από Έλληνες εκδότες, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…)

Έχω βρει δωρεάν ηλεκτρονικά βιβλία που ήταν απείρως καλύτερα από αυτά. Είναι απλά γεγονός.

Το ίδιο ισχύει και για διάφορα προγράμματα (ή apps, όπως είναι σήμερα της μόδας να τα λένε). Τα περισσότερα που χρησιμοποιώ είναι δωρεάν. Δεν τα έχω βρει σπασμένα. Είναι δωρεάν. Και είναι άψογα. Είναι καλύτερα από άλλα προγράμματα που πωλούνται, και μάλιστα αρκετά ακριβά.

Παρ’όλ’ αυτά, ξαναλέω πως δεν μπορώ να καταλάβω τι μανία είναι αυτή που, συλλογικά, δείχνει να έχει η ανθρωπότητα με το να θέλει να πληρώνει για κάτι όταν θα μπορούσε να το βρίσκει δωρεάν στο ίδιο, ή και σε ανώτερο, επίπεδο ποιότητας.

Προτιμάμε να προσπαθούμε να αρπάξουμε λεφτά και να δώσουμε λεφτά, παρά να έχουμε κάποια τουλάχιστον αγαθά που να είναι δωρεάν για όλους. Γι’αυτό κιόλας μπορεί κάποιος τόσο εύκολα να μας κοροϊδέψει και να κάνει ό,τι έκανε στο σύγχρονο διαδίκτυο με τη διαφήμιση. Μας κοροϊδεύει επειδή είμαστε ευκολόπιστοι.

Ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Θα έπρεπε να προτιμάμε να έχουμε κάποια αγαθά που είναι δωρεάν και ανοιχτά για όλους, παρά συνέχεια να προσπαθούσε να αρπάξουμε λεφτά και να δώσουμε λεφτά. Αν είχαμε αυτή τη νοοτροπία, τότε θα ήμασταν λιγότερο ευάλωτοι σε αυτούς που θέλουν να διαλύσουν ωφέλιμες καταστάσεις προς όλους ώστε να ελέγχουν τη συμπεριφορά μας.

Γιατί το βασικό πρόβλημα εδώ είναι ο έλεγχος των ιδεών και της κουλτούρας. Θέλουν να σε βάλουν να πληρώνεις για πράγματα που σήμερα θα μπορούσες να έχεις δωρεάν επειδή το οικονομικό σύστημα δρα, κρυφά, ως μηχανή λογοκρισίας από αυτούς που το κοντρολάρουν. Προωθούν τις ιδέες και τις νοοτροπίες που θέλουν να εξαπλώνονται μες στην κοινωνία και καταπνίγουν αυτές που δεν θέλουν να εξαπλώνονται.

Το παιχνίδι τους βασίζεται επάνω σου. Στο φόβο σου, και στο πόσο ευκολόπιστος είσαι. Σταμάτα να παίζεις το παιχνίδι τους. Παίξε το δικό σου παιχνίδι.

Πριν από μερικά χρόνια, αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει. Τα πάντα περνούσαν από την ελεγκτική μηχανή της αγοράς. Δημοκρατία υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Όταν μερικοί μεγαλοεκδότες κάνουν ό,τι θέλουν, ενώ είναι ελεγχόμενοι από κρατικούς μηχανισμούς και μυστικές υπηρεσίες, ουσιαστικά είναι μηχανισμός λογοκρισίας.

Σήμερα, με το διαδίκτυο, υπάρχει μια πιθανότητα να κάνουμε κάτι πιο ελεύθερο. Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό όταν οι ίδιοι σαμποτάρουμε τον εαυτό μας, εξακολουθώντας να πιστεύουμε τα ψέματα που μας πουλούσαν εδώ και χρόνια.

Από το 2017, από τώρα, άλλαξε τη σκέψη σου. Άλλαξε τον προγραμματισμό του μυαλό σου. Άρχισε να κάνεις κάτι καλύτερο.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]